Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Το Α2 διαβάζει και προτείνει

Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός…

γράφει η Δανάη Καλίγωση

Το Κάποτε ο κυνηγός*… είναι νουβέλα (αφηγηματικό λογοτεχνικό κείμενο, μέσης έκτασης: μεταξύ διηγήματος (σύντομο) και μυθιστορήματος (εκτενές - πολυσέλιδο)



Κεντρικοί ήρωες – Κύρια πρόσωπα της ιστορίας (8)
Η νεαρή Ευριδίκη (αφηγήτρια του μυθιστορήματος)
Η κυρία Ανάστα (γιαγιά της Ευριδίκης)
Η μητέρα της Ευριδίκης
Ο πατέρας της Ευριδίκης (γιος της κυρίας Ανάστας)
Τα αδέρφια της Ευριδίκης (Μαργαρίτα, Σταύρος)
Ο Σωτήρη (ο έρωτας της Ευριδίκης)
Η οικογένεια Χατζηιωάννου (γονείς και αδερφή του Σωτήρη)
…………………….............................................................................
Ίσως ένα από τα δραματικότερα «πρόσωπα» του μυθιστορήματος είναι η… Λιολιό, πολυαγαπημένη γάτα της οικογένειας• αναφέρεται σε πολλά σημεία της υπόθεσης.

  • Η υπόθεση του μυθιστορήματος
Η μικρή Ευριδίκη αφηγείται την ιστορία της, τη μετανάστευση ολόκληρης της οικογένειας στην Ελλάδα, μια, ουσιαστικά, επιστροφή στα «πάτρια εδάφη» της γιαγιάς της (κυρίας Ανάστας) αλλά και το δικό της δέσιμο με αυτή τη χώρα, μετά τη γνωριμία της με το Σωτήρη. Όλα ξεκίνησαν, όταν η οικογένεια αναγκάστηκε λόγω συνθηκών να εγκαταλείψει την Τασκένδη, όπου και διέμενε, για να μετακινηθεί, με τελικό προορισμό την Ελλάδα. Οι συνθήκες όμως εκεί δεν ήταν ευνοϊκές. Τον πρώτο καιρό παρουσιάζονται πολλά προβλήματα. Το κυριότερο απ’ αυτά έμελλε να είναι ο ρατσιστικός τρόπος μες τον οποίο αντιμετωπίζονται ως πρόσφυγες, πλέον. Αυτό το πρόβλημα δε θα μπορούσε να μην επηρεάσει όλα τα μέλη της οικογένειας. 

       Αρχικά, ο πατέρας της Ευριδίκης, που κατείχε στην Τασκένδη θέση καθηγητή Φυσικής σε Πανεπιστήμιο, δεν κατάφερε να βρει δουλειά. Η μητέρα της Ευριδίκης, από την άλλη κατάφερε να βρει δουλειά ως καθαρίστρια – παρόλο που και κείνη ήταν δασκάλα- όμως εκείνοι που ίσως ήταν επηρεασμένοι ήταν τα τρία παιδιά, η Ευριδίκη, η Μαργαρίτα και ο Σταύρος. 

      Ειδικά τα δύο μικρότερα παιδιά της οικογένειας έρχονται αντιμέτωπα με το ρατσισμό των συμμαθητών τους και ως αποτέλεσμα βρίσκονται στο περιθώριο. Μετά τις προσπάθειες της μητέρας τους άλλαξαν σχολεία –εκεί που φοιτούσαν παιδιά προσφύγων- και από τότε τα πράγματα για τη Μαργαρίτα και το Σταύρο άρχισαν να βελτιώνονται. Η Ευριδίκη, επίσης, βιώνοντας το ρατσισμό δεν κατάφερε να κάνει φίλους. Όμως, παρόλες τις κακουχίες κανείς τους δε σταμάτησε να παλεύει για το καλύτερο. «Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία», φράση που χρησιμοποιούσε η γιαγιά της Ευριδίκης, μια ευρύτερη πεποίθηση ολόκληρης της οικογένειας. Η κυρία Ανάστα αποτελούσε στήριγμα για όλα τα μέλη της οικογένειας.

               Η οικογένεια Χατζηιωάννου ήταν οι άνθρωποι που παραχώρησαν το κτήμα τους στην οικογένεια της Ευριδίκης για διαμονή. Δεν ήταν παραπάνω από μια αποθηκούλα, που, όπως δηλώνει η ίδια η Ευριδίκη, με δικά τους χρήματα και κυρίως με το δικό τους κόπο μετέτρεψαν σε σπίτι. Γενικά, η οικογένεια Χατζηιωάννου ήταν σημαντική για τους γονείς και τη γιαγιά της Ευριδίκης, που όμως εκείνη, ίσως ποτέ, δεν εμπιστεύθηκε. 

             Έτσι, και καθώς εξακολουθούσαν οι ίδιες συνθήκες, εμφανίστηκε ο Σωτήρης. Ο Σωτήρης ήταν ο γιος της οικογένειας Χατζηιωάννου που ζούσε και σπούδαζε σε μια πόλη της Αγγλίας. Ήρθε στην Ελλάδα για μία μόνο εβδομάδα, που όπως ισχυριζόταν η Ευριδίκη την ερωτεύθηκε και ο ίδιος. Έτσι, από την πρώτη κιόλας μέρα που γνωρίστηκαν άρχισαν να βγαίνουν, ενώ ο Σωτήρης γνωρίστηκε και με τη γιαγιά της Ευριδίκης. Ήδη από την Τρίτη ημέρα που συνέβαιναν όλα αυτά οι γονείς, η γιαγιά αλλά και τα δύο μικρότερα αδέρφια της Ευριδίκης είχαν αντιληφθεί την όλη κατάσταση και κάθε άλλο παρά αρνητικοί ήταν. Για το μόνο που ανησυχούσαν ήταν η ώρα που επέστρεφε η Ευριδίκη. Καθώς όμως γνώριζαν ότι σε λίγες ημέρες ο Σωτήρης θα έφευγε, ήταν επιεικείς. Όσο για τους γονείς του Σωτήρη, όλα μαθεύτηκαν περίπου τρεις μέρες πριν αυτός φύγει για την Αγγλία. Η αδερφή του Σωτήρη, που έτυχε να τους δει μαζί στο δρόμο, το μετέφερε σε όλους και από εκεί ξεκίνησε το πρόβλημα, που όμως δεν ήταν το μοναδικό που θα εμπόδιζε την αγάπη των δύο. Την τελευταία μέρα οι γονείς του Σωτήρη περίμεναν το νεαρό ζευγάρι στο δρόμο με σκοπό να διακόψουν οριστικά αυτή την κατάσταση. Ο λόγος; Πρώτον, δεν ήθελαν ο γιος τους να σκέφτεται κάτι άλλο εκτός των σπουδών του και δεύτερον, ήταν και εκείνοι προκατειλημμένοι για την Ευριδίκη, που ήταν κόρη προσφύγων. Μπορεί να μην κατάφεραν να τους χωρίσουν, τουλάχιστον όσο ο Σωτήρης βρισκόταν στην Ελλάδα, όμως ήταν φανερό πως οι σχέσεις των δύο οικογενειών -η οικογένεια της Ευριδίκης εξαρτιόταν από την οικογένεια του Σωτήρη- είχαν ψυχρανθεί. Παρόλα αυτά Ο Σωτήρης και η Ευριδίκη δεν έχασαν επαφή, αντιθέτως αλληλογραφούσαν συχνά. Πριν φύγει όμως για την Αγγλία, οι δύο νέοι έδωσαν ραντεβού για το Πάσχα, όταν και σκόπευαν να ξανασυναντηθούν, όμως η μοίρα άλλα επιφύλασσε.


          Οι υποχρεώσεις του Σωτήρη αυξήθηκαν και, ενημερώνοντας και την Ευριδίκη μέσω ενός γράμματος, αναγκάστηκε να μείνει στην Αγγλία και το Πάσχα. Λίγο καιρό μετά τη φυγή του Σωτήρη για την Αγγλία, η οικογένειά του ανακοίνωσε στην οικογένεια της Ευριδίκης πως δεν τους είχαν πλέον ανάγκη και μάλιστα έπρεπε να φύγουν καθώς η αποθήκη θα έπρεπε να περάσει στα χέρια μιας άλλης οικογένειας. Όλα αυτά τα γεγονότα δε θα μπορούσαν να μην έχουν αντίκτυπο και στη σχέση του Σωτήρη και της Ευριδίκης. Η Ευριδίκη παίρνει την απόφαση να γράψει στον Σωτήρη ζητώντας του να την ξεχάσει και να χωρίσουν καθώς πλέον δε θα είχαν καμιά ελπίδα να είναι μαζί. Η Ευριδίκη θα μετακόμιζε μακριά, ο Σωτήρης θα επέστρεφε μετά από αρκετούς μήνες και έτσι κατέληξε πως θα ήταν αδύνατο και για τους δυο να συνεχίσουν να είναι μαζί.

Σχόλια - Συναισθήματα
      Διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένης Σαραντίτη «Κάποτε ο κυνηγός…» ο κάθε αναγνώστης συναισθάνεται και συμμερίζεται τα βάσανα και τις δύσκολες καταστάσεις που περνά η οικογένεια της Ευριδίκης. Η Ευριδίκη εξιστορεί με τέτοιο τρόπο τα δρώμενα ώστε κάθε αναγνώστης μπορεί να νιώσει τα συναισθήματα της. Ταυτόχρονα η αφήγηση της Ευριδικής, πολύ πιθανόν, να αγγίζει με διαφορετικό τρόπο κάθε αναγνώστη: παρουσιάζει απλόχερα τα ποικίλα συναισθήματά της που για κάθε πρόσωπο του μυθιστορήματος θα ήταν διαφορετικά. Έτσι κάθε αναγνώστης του μυθιστορήματος αισθάνεται λύπη αλλά και αγανάκτηση. Εκτός από τα αρνητικά συναισθήματα, που μάλλον κυριαρχούν στην αφήγηση, υπάρχουν και θετικά, όπως χαρά.

      Σε προσωπικό επίπεδο, τα συναισθήματα ήταν ανάμικτα, καθώς υπήρχαν ενότητες με διαφορετικό θέμα και με διαφορετική εξέλιξη η καθεμιά, με αποτέλεσμα να υπάρχει εναλλαγή συναισθημάτων. Έτσι, προσδίδεται ενδιαφέρον στο βιβλίο και γίνεται ιδιαίτερα συναισθηματικό και αυτό μεταβιβάζεται στον αναγνώστη μέσω της αφήγησης της Ευριδίκης. 

   * Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο αινιγματικός τίτλος του βιβλίου. Είναι περίεργος τίτλος που, πιθανότατα, αναφέρεται στη ζωή που ως «κυνηγός» δεν επέτρεψε στη Ευριδίκη και την οικογένειά της να στεριώσουν…



• Το Κάποτε ο κυνηγός... της Ελένης Σαραντίτη εκδόθηκε το 1996 από τις εκδόσεις Καταστανιώτη. Είχαν προηγηθεί τα έργα:
Οι θεατρίνοι, (1994)
Ιόλη ή τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι, (1993)
Όταν φύγαμε, Μυθιστόρημα (1989)
Τα δέντρα που τα λένε Ντίβι Ντίβι, (1985), Διηγήματα
Αχ, οι φίλοι μου, (1980)
Μετά το Κάποτε ο κυνηγός η Ελένη Σαραντίτη συνεχίζει μέχρι και σήμερα να γράφει και να εκδίδει λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά και εφήβους αλλά και για μεγάλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου