L'Albatros
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
— Charles Baudelaire
ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)
ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια·
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό
κι ακολουθούν, νωχελικοί σύντροφοι, τα ταξίδια.
Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές
τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει,
αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές
να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στο πλάι.
Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί!
Τι αστείοι που ’ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες!
Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί
ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες.
Όμοια μ’ αυτούς τους πρίγκιπες του αιθέρα
κι ο Ποιητής ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει·
μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής
απ’ τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει.
μτφρ. Νίκος Φωκάς (γενν. 1927)
Κάρολου Μπωντλαίρ, «Ο άλμπατρος»
Συχνά, για να διασκεδάσουν, οι άντρες του πληρώματος
Παίρνουν άλμπατρος, τεράστια πουλιά των θαλασσών,
Που ακολουθούν, νωθροί (ή νωχελικοί) σύντροφοι των ταξιδιών,
Το καράβι που γλιστράει πάνω σε βάραθρα πικρά.
Δεν προφταίνουν να τους αποθέσουν στα σανίδια,
Που οι βασιλιάδες αυτοί του γαλάζιου (ή του αιθέρα ή του ουρανού), αδέξιοι και ντροπαλοί (ή συνεσταλμένοι)
Αφήνουν με τρόπο αξιολύπητο τις μεγάλες άσπρες φτερούγες τους
Σαν κουπιά να σέρνονται στο πλάι τους.
Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης πόσο αδέξιος (ή ζαβός) κι άβουλος είναι!
Αυτός, μέχρι πριν λίγο τόσο ωραίος, τι κωμικός κι άσκημος που είναι!
Ο ένας ενοχλεί το ράμφος του μ' ένα κοντό τσιμπούκι,
Ο άλλος μιμείται (ή καμώνεται), κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετούσε!
Ο Ποιητής είναι παρόμοιος με τον πρίγκηπα των νεφών
Που συχνάζει στην καταιγίδα και περιγελάει τον τοξότη.
Εξόριστος στο έδαφος μέσα στα γιούχα,
Οι φτερούγες γίγαντα που έχει (ή οι γιγάντιες φτερούγες του) τον εμποδίζουν να περπατήσει.
[πηγή: Κάρολος Μπωντλαίρ, Δεκαπέντε ποιήματα, μετάφραση (πεζή και έμμετρη) - εισαγωγή - σχόλια Νίκος Φωκάς, Ύψιλον, Αθήνα 1994, σ. 22]
Σε ποιο βαθμό η διαφορετική μετάφραση του προτελευταίου στίχου διαφοροποιεί το νόημα του ποιήματος;
Exilé sur le sol au milieu des huées
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.
À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
— Charles Baudelaire
ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ
Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.
Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.
Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.
μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)
ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια·
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό
κι ακολουθούν, νωχελικοί σύντροφοι, τα ταξίδια.
Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές
τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει,
αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές
να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στο πλάι.
Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί!
Τι αστείοι που ’ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες!
Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί
ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες.
Όμοια μ’ αυτούς τους πρίγκιπες του αιθέρα
κι ο Ποιητής ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει·
μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής
απ’ τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει.
μτφρ. Νίκος Φωκάς (γενν. 1927)
Κάρολου Μπωντλαίρ, «Ο άλμπατρος»
Συχνά, για να διασκεδάσουν, οι άντρες του πληρώματος
Παίρνουν άλμπατρος, τεράστια πουλιά των θαλασσών,
Που ακολουθούν, νωθροί (ή νωχελικοί) σύντροφοι των ταξιδιών,
Το καράβι που γλιστράει πάνω σε βάραθρα πικρά.
Δεν προφταίνουν να τους αποθέσουν στα σανίδια,
Που οι βασιλιάδες αυτοί του γαλάζιου (ή του αιθέρα ή του ουρανού), αδέξιοι και ντροπαλοί (ή συνεσταλμένοι)
Αφήνουν με τρόπο αξιολύπητο τις μεγάλες άσπρες φτερούγες τους
Σαν κουπιά να σέρνονται στο πλάι τους.
Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης πόσο αδέξιος (ή ζαβός) κι άβουλος είναι!
Αυτός, μέχρι πριν λίγο τόσο ωραίος, τι κωμικός κι άσκημος που είναι!
Ο ένας ενοχλεί το ράμφος του μ' ένα κοντό τσιμπούκι,
Ο άλλος μιμείται (ή καμώνεται), κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετούσε!
Ο Ποιητής είναι παρόμοιος με τον πρίγκηπα των νεφών
Που συχνάζει στην καταιγίδα και περιγελάει τον τοξότη.
Εξόριστος στο έδαφος μέσα στα γιούχα,
Οι φτερούγες γίγαντα που έχει (ή οι γιγάντιες φτερούγες του) τον εμποδίζουν να περπατήσει.
[πηγή: Κάρολος Μπωντλαίρ, Δεκαπέντε ποιήματα, μετάφραση (πεζή και έμμετρη) - εισαγωγή - σχόλια Νίκος Φωκάς, Ύψιλον, Αθήνα 1994, σ. 22]
- Ερωτήσεις
Σε ποιο βαθμό η διαφορετική μετάφραση του προτελευταίου στίχου διαφοροποιεί το νόημα του ποιήματος;
Exilé sur le sol au milieu des huées
σαν έρθει
εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος
μιας κοινωνίας αστής
Εξόριστος στο έδαφος μέσα στα γιούχα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου