Η
αναγκαιότητα και τα όρια της κριτικής (στο χώρο της τέχνης)
[...] Στη σύγχρονη
κοινωνία με την αφάνταστα περίπλοκη δομή και την πολλαπλότητα των συνθετικών
της στοιχείων, το έργο της τέχνης, χωρίς να έχει χάσει την αξία του ή τη
λειτουργική του σημασία, κινδυνεύει να αποξενωθεί από τη μάζα των ανθρώπων που
κινούνται ασθμαίνοντας και συνωστίζονται μέσα στις απάνθρωπες πολιτείες,
χάνοντας κάθε μέρα και ένα κομμάτι από την ανθρώπινη μορφή τους και τον
ανθρώπινο λόγο τους. Αυτήν ακριβώς την κρίσιμη στιγμή που η πνοή της τέχνης
μπορεί και πρέπει να ανακουφίσει και να βοηθήσει τον άνθρωπο, υπάρχει ο
κίνδυνος να χαθεί η επαφή ανάμεσα στα έργα της τέχνης και στους αποδέκτες τους.
Ο κίνδυνος είναι διττός· όσο ο δέκτης αποξενώνεται από το έργο, τόσο και ο δημιουργός του χάνει τις αληθινές κινητήριες δυνάμεις και κλείνεται σε μια αυτάρεσκα ερμητική περιοχή, όπου καλλιεργεί μια διάλεκτο ολοένα και πιο ακατάληπτη για τους άλλους· ο φόβος του αγοραίου τον οδηγεί στη μόνωση, όπου όμως και το πιο πολύτιμο μέταλλο παύει να έχει οποιαδήποτε αξία. Οι οικονομολόγοι μάς διδάσκουν πως αξία ενός νομίσματος είναι εκείνη που αποχτά τούτο με τις αλλεπάλληλες αγορές· όσο πιο πολύ κινηθεί από χέρι σε χέρι και όσο πιο πολλά αγαθά έχει προσκομίσει στους ανθρώπους τόσο η αξία του αυξάνεται. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε πως ισχύει και για το έργο της τέχνης. Το μεγαλύτερο αριστούργημα που το έχει χαρεί ή το έχει εκτιμήσει ένας μόνον ή λίγοι άνθρωποι είναι λιγότερο σημαντικό από ένα άλλο έργο τέχνης –βασική προϋπόθεση πως είναι άξιο έργο τέχνης– λιγότερο σημαντικό, που το έχουν όμως χαρεί εκατοντάδες ή και χιλιάδες άνθρωποι. Γιατί τα ανθρώπινα έργα δεν έχουν μεταφυσική αξία, αλλά ανθρώπινη, που σημαίνει κοινωνική.
Ο κίνδυνος είναι διττός· όσο ο δέκτης αποξενώνεται από το έργο, τόσο και ο δημιουργός του χάνει τις αληθινές κινητήριες δυνάμεις και κλείνεται σε μια αυτάρεσκα ερμητική περιοχή, όπου καλλιεργεί μια διάλεκτο ολοένα και πιο ακατάληπτη για τους άλλους· ο φόβος του αγοραίου τον οδηγεί στη μόνωση, όπου όμως και το πιο πολύτιμο μέταλλο παύει να έχει οποιαδήποτε αξία. Οι οικονομολόγοι μάς διδάσκουν πως αξία ενός νομίσματος είναι εκείνη που αποχτά τούτο με τις αλλεπάλληλες αγορές· όσο πιο πολύ κινηθεί από χέρι σε χέρι και όσο πιο πολλά αγαθά έχει προσκομίσει στους ανθρώπους τόσο η αξία του αυξάνεται. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε πως ισχύει και για το έργο της τέχνης. Το μεγαλύτερο αριστούργημα που το έχει χαρεί ή το έχει εκτιμήσει ένας μόνον ή λίγοι άνθρωποι είναι λιγότερο σημαντικό από ένα άλλο έργο τέχνης –βασική προϋπόθεση πως είναι άξιο έργο τέχνης– λιγότερο σημαντικό, που το έχουν όμως χαρεί εκατοντάδες ή και χιλιάδες άνθρωποι. Γιατί τα ανθρώπινα έργα δεν έχουν μεταφυσική αξία, αλλά ανθρώπινη, που σημαίνει κοινωνική.
Μέσα
σ' αυτή την πολύπλοκη κοινωνία ανάμεσα στο δημιουργό και στο έργο του στέκεται
ο κριτικός που ασκεί ένα λειτούργημα σημαντικό και υπεύθυνο. Και αποφασιστικό.
Τόσο πιο υπεύθυνο και αποφασιστικό όσο η απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους και
στο δημιουργό γίνεται μεγαλύτερη και όσο τα δημιουργήματα πληθαίνουν και
κατακλύζουν την «αγορά». Χρησιμοποίησα σκόπιμα τη λέξη «αγορά» για να δηλώσω
μιαν ακόμα ιδιότητα του έργου της τέχνης στη σύγχρονη κοινωνία. Είτε μας αρέσει
είτε όχι το έργο της τέχνης έχει μεταβληθεί σε εμπόρευμα που «διακινείται» με
χίλιους τρόπους και με τις πιο σύγχρονες οικονομικές μεθόδους. Έτσι ανάμεσα στο
δημιουργό και το κοινό μεσολαβούν πάρα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν και
τους δύο, πράγμα που σημαίνει πως τελικά επιδρούν και στο ίδιο το έργο της
τέχνης. Θα αγνοήσω κάθε άλλο παράγοντα και θα δεχτώ πως από τη μια υπάρχει ο
δημιουργός και το έργο του, από την άλλη το κοινό, που μπορεί να είναι ή να
γίνει «φιλότεχνο», και πως ανάμεσα στους δύο υπάρχει ο χώρος που ανήκει ή που
προσφέρεται στον κριτικό· αυτόν ακριβώς το χώρο θα προσπαθήσω να ερευνήσω,
εντοπίζοντας, όσο μπορώ, την έρευνά μου στην Ελλάδα.
Για
τον Έλληνα η σημασία της λέξης: «κριτική» είναι και πρόδηλη και παραπλανητική·
γιατί εύκολα καταλαβαίνει την παραγωγή της από το ρήμα κρίνω· παραπλανητική
γιατί, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, δεν αισθάνεται την ανάγκη να καθορίσει
τα εννοιολογικά της όρια και το περιεχόμενο της, επειδή πιστεύει πως η
γραμματική εξήγηση είναι αρκετή για να κατανοήσει και το περιεχόμενο της
έννοιας σε όλη του την έκταση. Ότι η έννοια κριτική σημαίνει την ενέργεια που
δηλώνει το ρήμα κρίνω, δεν υπάρχει αμφιβολία· κριτικός λοιπόν είναι ο άνθρωπος
που κρίνει το έργο της τέχνης, αυτός δηλαδή που αποτιμά την αξία του ή την
απαξία του, τις αρετές και τις αδυναμίες του. Από την αρχική αυτή σημασία
πηγάζει και η στάση του κριτικού που παίρνει συχνά τη θέση του κριτή-δικαστή
και η φυσική αντίθεση του δημιουργού προς τον κριτικό του που τον αισθάνεται ως
αντίδικο· και το «σώμα του εγκλήματος», το ίδιο το έργο της τέχνης, στέκεται
άφωνο και ανίκανο να πάρει μέρος στη διαμάχη, να βοηθήσει στην τελική κρίση με
τη δική του υπόσταση, που από τη στιγμή της δημιουργίας και ύστερα έχει
αποχτήσει αυτονομία και αυτοτέλεια. Μια τέτοια στάση του κριτικού είναι και
ατελεσφόρητη και αντιπαθητική· συχνά οδηγεί στον αυθαίρετο εγωισμό και στην
αθεμελίωτη υπεροψία, ακόμη και στην αυθάδεια, όπως έγραφε κάποτε ένας κριτικός
της λογοτεχνίας μας που καταλάβαινε καλά τους δρόμους, όπου οδηγεί ψυχολογικά η
άσκηση της κριτικής που ξεκινά από μια τέτοιαν αφετηρία. [...]
Μανόλης Ανδρόνικος, Περ. «Χρονικό», 1973
Ποιες
συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας επιδρούν στη σχέση καλλιτέχνη και κοινού;
Γιατί μέσα από τη σχέση αυτή προκύπτει η αναγκαιότητα ύπαρξης του κριτικού;
Ποια
σημασία δίνει στην έννοια «κριτική» ο συγγραφέας και ποια στάση του κριτικού
απορρίπτει;
Ο
κριτικός και ο ρόλος του
[...] Κάθε εποχή κοιτάζει
την τέχνη διαφορετικά και της ζητεί πράγματα διάφορα. Τούτο είναι αληθινό, όχι
μόνο όταν παρατηρούμε ότι συγγραφείς που δοξάστηκαν σαν ημίθεοι από τη μια
γενιά, λησμονήθηκαν ολότελα από την άλλη· αλλά και όταν φροντίσουμε να
ερευνήσουμε πόσο ανόμοιες απαιτήσεις μπόρεσαν να ικανοποιήσουν οι ίδιοι
συγγραφείς σε λίγων χρόνων απόσταση. Άλλωστε ξέρουμε ότι ένας ποιητής που
διαρκεί δε μιλάει (μήτε σωπαίνει) πάντα με τον ίδιο απολύτως τρόπο. Γι' αυτό
χρειάζεται ο κριτικός. Η αποστολή του δεν είναι αποστολή ενός απλού εξηγητή.
Όπως έλεγα στις προηγούμενες σελίδες ότι ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να
υπηρετήσει την αλήθεια παρά προσπαθώντας να εκφράσει τη δική του αλήθεια,
αλήθεια μιας εποχής, που δεν αποκλείεται να είναι κι ένα κομμάτι της αλήθειας
άλλων εποχών, αν έχει την τύχη να είναι μεγάλος· έτσι και ο άξιος κριτικός, για
να επιτύχει στο έργο του, πρέπει ν' ανακαλύψει ένα κομμάτι της αλήθειας: να
παρουσιάσει δηλαδή ένα σύνολο από τα γνωστά και τα καινούργια έργα, φωτίζοντάς
το έτσι, ώστε να είναι διάφορο, και να συμπληρώνει την αλήθεια που του
παραδώσανε οι παλαιοί. Ή, ακόμη καλύτερα: να παρουσιάσει μια όψη της τέχνης
τέτοια που τη συνθέτουν τα παλαιά έργα, αλλαγμένα (μολονότι πάντα πιστά στον
εαυτό τους) από τα νεότερα έργα που ήρθαν να προστεθούν σ' αυτά, και από την
καινούργια και τη μοναδική προοπτική του.
Έτσι, ο κριτικός κάνει
έργο ευαισθησίας, γιατί γίνεται ο δείκτης της ευαισθησίας ενός κόσμου, πράγμα
που μπορεί να είναι –τουλάχιστο από τούτη την άποψη– όσο σημαντικό και το έργο
του ποιητή. Γιατί κι αυτός γίνεται, με κάποιον τρόπο, η πυξίδα της ευαισθησίας
μιας εποχής, μολονότι δεν είναι αυτή η μοναδική αρετή του. Και όσο η μαγνητική
αυτή βελόνα είναι η συνισταμένη περισσότερων αντίθετων δυνάμεων, τόσο ο κριτικός
είναι πιο πλατύς και πιο πλέριος. Ο άξιος κριτικός ασκεί τούτη τη σημαντική
επίδραση πάνω μας: μας δείχνει πώς να αισθανόμαστε την τέχνη που τριγύρω μας
υπάρχει. Και το μέρος της υπάρχουσας τέχνης που παραδεχτήκαμε είναι που
βαραίνει –συνήθως περισσότερο από τον εαυτό μας– στην κρίση μας για τα
καινούργια έργα. Γιατί όσο είναι αληθινό πως ύστερα από την επαφή μας μ' ένα
έργο άγνωστο γινόμαστε διαφορετικοί από ό,τι ήμασταν προτού το γνωρίσουμε, άλλο
τόσο είναι αληθινό πως τις αισθητικές μας κρίσεις, τις περισσότερες φορές, δεν
τις κάνουμε δυστυχώς εμείς, αλλά η τέχνη που έχουμε μέσα μας και κουβαλούμε
μαζί μας. Κάθε παραδοχή ενός καινούργιου έργου, αναγκάζοντάς μας να
εγκαταλείψουμε ένα κομμάτι από τα παλιά, είναι μια θυσία. Η θυσία ενός
πράγματος που αγαπήσαμε και το κρατήσαμε με στοργή μέσα στην ψυχή μας. Είναι,
με κάποιον τρόπο, η αντικατάσταση της στοργής, ή της συνήθειας της στοργής, από
την καινούργια αγάπη. Και τέτοιες θυσίες δεν τις κάνουμε εύκολα όλοι μας. Ο
ρόλος του κριτικού είναι, αν μπορώ να πω, ο ρόλος του ραβδοσκόπου. Βρίσκει μέσα
μας τις νέες πηγές ευαισθησίας, τις πηγές που κάνουν τα τέλματα τρεχάμενα νερά.
Και η βέργα που κρατάει στα χέρια του δεν είναι η αφηρημένη σκέψη, αλλά η
γνωστή τέχνη στην ιστορική στιγμή του. Χρέος του να την κάνει όσο μπορεί πιο
αποτελεσματική.
Έτσι, μου φαίνεται πως δε
στέκει να ξαφνιαζόμαστε όταν βλέπουμε τις αδικίες της κριτικής των περασμένων
εποχών. Η αποστολή του κριτικού δεν είναι να απονέμει τη δικαιοσύνη, αλλά να
ολοκληρώνει μια ορισμένη ευαισθησία. Χωρίς φυσικά να εννοούμε, μ' ένα τέτοιο
λόγο, ότι ο καλός κριτικός είναι ένας ψυχανεμιζόμενος αρειμάνιος,1 που βάζει το
αίσθημα πάνω από την κρίση. Όπως ο ποιητής κάνει ποιήματα, και με τα ποιήματά
του είναι αποτελεσματικός, ο κριτικός δεν έχει κανένα άλλο μέσο παρά την
κριτική του σκέψη, που σαν τέτοια πρέπει να είναι αυστηρή και ακριβόλογη, για
να φτάσει στο αποτέλεσμα του προσανατολισμού της ευαισθησίας μας. Ωστόσο,
ανθρώπινη σκέψη και ανθρώπινη ευαισθησία δε σημαίνουν ποτέ καθαρή αλήθεια, αλλά
ένα μείγμα αλήθειας και πλάνης. Γι' αυτό είναι σωστό ν' αλλάζουν οι γνώμες, για
να μετατοπίζεται τουλάχιστο η πλάνη, αφού ποτέ δε θα μπορέσει να λείψει. [...]
Γιώργος Σεφέρης,
«Δοκιμές»
Αφού εντοπίσετε όλες τις
εκφράσεις, με τις οποίες ο ποιητής χαρακτηρίζει τον κριτικό και το έργο του, να
απαντήσετε:
Στους χαρακτηρισμούς
κυριαρχεί η μεταφορική ή η κυριολεκτική διατύπωση, και γιατί, κατά τη γνώμη
σας;
Πώς αιτιολογεί ο ποιητής
τον κάθε χαρακτηρισμό; Στα πλαίσια της απάντησής σας στο ερώτημα αυτό εντοπίστε
το κοινό στοιχείο που δένει, κατά τον Γ. Σεφέρη, το έργο του δημιουργού με αυτό
του κριτικού καθώς και τα περιθώρια πλάνης που, αναπόφευκτα, έχει ο δεύτερος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου